βαλτικές γλώσσες

βαλτικές γλώσσες
Υπο-οικογένεια της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Οι β.γ., που αντιπροσωπεύονται από τη λετονική, τη λιθουανική και την αρχαία πρωσική –που έσβησε στο τέλος του 17ου αι. με την ουσιαστική επικράτηση της γερμανικής– αποτελούν έναν ξεχωριστό κλάδο της ινδοευρωπαϊκής ομάδας. Αν και εξαιτίας του έντονα συντηρητικού χαρακτήρα τους παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη συγκριτική μελέτη των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, δυστυχώς τα γραπτά τεκμήρια που υπάρχουν είναι σχετικά πρόσφατα. Τα πρώτα κείμενα (το λεγόμενο Λεξικό του Έλπινγκ με περίπου 800 λέξεις και μερικές μεταφράσεις, μεταξύ των οποίων και το Εγχειρίδιο του Λούθηρου) προέρχονται από τον 15o αι. Στον επόμενο αιώνα, και συγκεκριμένα το 1547 και το 1585, ανήκουν και τα πρώτα γραπτά τεκμήρια στη λιθουανική και τη λετονική, και πρόκειται για δύο κατηχήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σλαβικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σλάβους («σλαβική συνήθεια») 2. φρ. «σλαβικές γλώσσες» γλωσσ. ιδιαίτερος κλάδος τής ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, που βρίσκεται πιο κοντά στις βαλτικές γλώσσες από οποιαδήποτε άλλη… …   Dictionary of Greek

  • αλέα — I Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της… …   Dictionary of Greek

  • βδέω — (Α) 1. πέρδομαι, κλάνω 2. αναδίδω δυσοσμία, βρομάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτός από το ενεστωτικό θ. *perd (πρβλ. πέρδομαι) υπήρχε στην Ινδοευρωπαϊκή θ. *pezd , με παρόμοια σημασία, στο οποίο ανάγεται και το ρ. βδέω. Πρόκειται για ονοματοποιημένο ρ. που… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”